λοβελία

λοβελία
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας λοβελιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lobelia < νεολατ. lobelia, από το όν. τού Mathias de Lobel, Φλαμανδού βοτανολόγου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • λοβελίδες — (lobeliaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, της τάξης των καμπανουλιδών. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει μονοετή ή πολυετή φυτά, με χαρακτηριστικά άνθη που μοιάζουν με μικρές πεταλούδες και τα οποία μπορεί να είναι μονήρη ή ενωμένα σε επάκριες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”